πνευμονογαστρικός

πνευμονογαστρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στον πνεύμονα και στην γαστέρα, στο στομάχι
2. φρ. ιατρ. «πνευμονογαστρικό νεύρο» — το μακρύτερο και πολυπλοκότερο από τα εγκεφαλικά νεύρα, που από τον εγκέφαλο διέρχεται διά μέσου τού προσώπου και τού θώρακα προς την κοιλιά και είναι το εγκεφαλικό νεύρο με την πιο ευρεία διανομή στους ιστούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”